- μισοπεθαμένος
- και μισαποθαμένος, -η, -ο (Μ μισοπεθαμένος και μισαποθαμένος και μισοαποθαμένος και ημισαποθαμένος και μεσαποθαμένος, -η, -ον)αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, ημιθανής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
List of Athena's Saints — Athena, accompanied by Bronze and Gold Saints. Screenshot from the anime. The following list comprises the characters that form the three ranks of the army of the greek goddess Athena, in the japanese manga Saint Seiya, written and illustrated by … Wikipedia
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek
ημίβιος — ἡμίβιος, ον (Α) μισοζωντανός, ημιθανής, μισοπεθαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βιος (< βίος), πρβλ. αμφί βιος, έμ βιος] … Dictionary of Greek
ημίνεκρος — ἡμίνεκρος, ον (Μ) σχεδόν νεκρός, μισοπεθαμένος … Dictionary of Greek
ημίτονος — η, ο (Μ ἡμίτονος, ον) 1. (για συλλαβές) 1. αυτή που έχει μισό τόνο, που τονίζεται ελαφρά, δηλαδή δεν έχει τον κύριο τόνο τής λέξης, αλλά δεν είναι και εντελώς άτονη 2. μουσ. αυτός που αποτελείται από ημιτόνια 3. το ουδ. ως ουσ. το ημίτονο μαθ. η… … Dictionary of Greek
ημιθανής — ές (AM ἡμιθανής, ές) αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι θανής] … Dictionary of Greek
ημισφαγής — ἡμισφαγής, ές (AM) σχεδόν σφαγμένος, μισοσφαγμένος, μισοπεθαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σφαγής (< σφάζω), πρβλ. αυτο σφαγής, νεο σφαγής] … Dictionary of Greek
μεσοζώ — μισοζώ, είμαι μισοπεθαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ζω] … Dictionary of Greek
μεσοθάνατος — μεσοθάνατος, η, ο (Μ) μισοπεθαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + θάνατος] … Dictionary of Greek
μεσοθανατωμένος — μεσοθανατωμένος, η, ο (Μ) μισοπεθαμένος … Dictionary of Greek